- Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος
- Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 - Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους κληρονομήσει. Φυγοδικώντας, έφτασε στο Άγιο Όρος, όπου κατάγινε στη μελέτη και στην αντιγραφή των αρχαίων κωδίκων. Εκεί συνέλαβε την ιδέα της πλαστογράφησης χειρόγραφων. Άριστα ασκημένος στην παλαιογραφία και τέλειος μιμητής της βυζαντινής γραφής, ο Σ. αποσπούσε από διάφορα περγαμηνά χειρόγραφα τα άγραφα φύλλα, στα οποία έγραφε κείμενα δικής του επινόησης. Το έργο αυτό συνέχισε και στη Μονή Σινά. Όταν το 1848 εμφανίστηκε στην Αθήνα και παρουσίασε δεκάδες κώδικες με «άγνωστα» έργα γνωστών και άγνωστων (στην πραγματικότητα ανύπαρκτων) αρχαίων συγγραφέων, όλοι έμειναν κατάπληκτοι. Φιλόλογοι, παλαιογράφοι, συλλέκτες και βιβλιοθήκες από όλη την Ευρώπη πλειοδοτούσαν για να εξασφαλίσουν τους «θησαυρούς» του Σ. Συγχρόνως όμως άρχισαν και οι υποψίες για τη γνησιότητα των «άγνωστων» κείμενων, αλλά μέχρι να αποδειχτεί αναμφισβήτητα η πλαστότητα τους πέρασαν χρόνια. Στο μεταξύ ο Σ. ταξίδεψε στη Γερμανία και στην Αγγλία και κατόρθωσε να πουλήσει τα χειρόγραφα του εξαπατώντας ακόμα και διαπρεπείς φιλόλογους και παλαιογράφους. Το όνομα του Σ. συνδέεται με την ιστορία του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας, που το επισκέφτηκε το 1866. Η εκεί μετάβαση του συνδέεται με μια κληρονομιά που την διεκδικούσαν κι άλλα δυο αδέλφια του. Για να πετύχει το ποθούμενο, ο Σιμωνίδης σοφίστηκε τα εξής, κατά τη μαρτυρία του Λουδοβίκου Λυμπρίτη: «Εν εσωτερικώ τινι χώρω της περιοχής της μονής του Αγίου Σάβα, όπου διέμενεν ο Σ., φιλοξενούμενος και υπό την περίθαλψιν του Ευγενίου υπήρχε σωρεία κεραμίων, συντριμμάτων δηλαδή οικιακών σκευών αρχαίων. Επί πλείστων εξ αυτών υγραινομένων δι’ ύδατος ανεφαίνοντο γράμματα αρχαίας γραφής ως επί το πλείστον επιστολιμαία αντικαθιστώντα τον σπάνιον τότε πάπυρον. Πολλά τοιαύτα είχον ίδη εγώ αυτός, εφύλαττον μάλιστα τινά απολεσθέντα δυστυχώς κατά τον εμπρησμόν της οικίας μου. Ο Σ. λοιπόν ημέρας τινάς μετά την αποτυχίαν της προσφοράς του κρανίου του, (ο Λυμπρίτης αναφέρεται εδώ στην πρόταση του Σ. ν’ αφήσει στ’ αδέλφια του με διαθήκη το κρανίο του, για το πολύτιμο του οποίου δεν είχε αμφιβολίες), προσήλθε θριαμβευτικώς εις το γραφείον μας κομίζων κεράμιον «εκ θείας τύχης ανευρεθέν» λύον την μεταξύ των αδελφών διαφοράν. Αυτοκράτωρ του Βυζαντίου εκοινοποίει εις τον τοπάρχην της Αιγύπτου Νεαράν περιέχουσαν τας προτάσεις ταύτας «αδελφός αδελφόν κληρονομεί ει εκ της αυτής οσφύος είεν...». Η πλαστογραφία δεν έπιασε. Ο Σ. δεν έχασε το θάρρος του. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πλαστογραφήσει και την υπογραφή του πατριάρχη Νικάνορα που όταν το μαθε είπε: «Επικατάρατος να είναι, να λυώσει όπως ο ‘Aρειος». Στην Αλεξάνδρεια εξ άλλου, ο Σ. προσπάθησε να χειροτονηθεί και επίσκοπος Αιθιοπίας. Για την προσπάθεια του αυτή γράφει ο ανώνυμος συγγραφέας του λιβέλλου Τα κατά τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και την εν Καΐρω, λεγομένην Επιτροπήν συν τοις περί αυτήν, (Αλεξάνδρεια, 1866). Ο λίβελλος αναφέρεται στους αντιπολιτευόμενους τον πατριάρχη Νικάνορα, ένας απ’ τους οποίους είναι και ο Σ., ο οποίος μάλιστα πήγε για να υποστηρίξει τις απόψεις του και στο Κάϊρο: «Και επί κεφαλής των λοιπών ευαρίθμων απατεώνων ή ηπατημένων διακρίνεται ο καθ’ όλην την υφήλιον επί κλασσική απάτη και αγυρτία γνωστός Σ., όστις, αποτυχών της εν Αβυσσηνία Επισκοπής (καθότι εφαντάσθη εις τα γηρατειά του να γίνη και της Αβυσσηνίας Άγιος) ην επιμόνως παρά του θρόνου απήτει, κατέστη ο κίβδηλος της σπείρας γραμματεύς, και παντού εν τη παραφροσύνη του ζητεί Πατριάρχην να τον χειροτόνηση Επίσκοπον, αμφιβάλλομεν όμως αν μεταξύ των ζώντων θα δυνηθή ποτέ να τον εύρη· αλλά μήπως δια τούτο ο γεννάδας θ’ αποθαρρυνθή; Ουχί βεβαίως, είναι ικανός να παρουσιασθή εις τον Αβυσσηνίας θεόδωρον και να τω επιδείξη επιστολάς και γράμματα των πρώτων Αποστόλων». Σ’ ένα πρακτικό Καϊρινών προυχόντων και του κλήρου της 14ης Ιανουαρίου 1866, βρίσκουμε την υπογραφή του περιβλημένη μάλιστα μ’ επίσημη ιδιότητα: Δαμιάτης (= Δαμιέτης) αντιπρόσωπος... Όσο για την πλαστογραφική του μανία, αυτή τον οδήγησε να συγγράψει στην Αίγυπτο, μια φανταστική ιστορία του μοναστηριού του αγίου Σάβα, να χαράξει σε όστρακα και κεραμευτικά ανύπαρκτες υπογραφές, να συγγράψει μια σειρά γράμματα ενός ανύπαρκτου ηγούμενου και σ’ ένα κώδικα, ν’ αριθμήσει, ενενήντα ανύπαρκτους χριστιανικούς ναούς. Τη δραστηριότητα του, ανέκοψε ο θάνατος. Πέθανε από δυσεντερία, σ’ ένα κελί του μοναστηριού. Βλ. λ. Σάβα αγίου, μονή.
Dictionary of Greek. 2013.